- -κοπώ
- -άωβ' συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α' συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε -κοπώ σχηματίζονταν σε έω / -ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε -κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη σημ. «κόβω» (πρβλ. αρχ. ξυλο-κοπῶ «κόβω ξύλα» < ξυλο- κόπος). Ωστόσο, η σημ. τής επαναλήψεως / επιτάσεως εμφανίζεται σε ορισμένα παραδείγματα ήδη από τότε. Έτσι, ὀχλο-κοπῶ (< ὀχλο-κόπος) σημαίνει «πλήττω διαρκώς τα αφτιά τού όχλου (με δημαγωγίες)», πορνο-κοπῶ (< πορνο-κόπος) σημαίνει «συχνάζω στα πορνεία». Η εξέλιξη τής σημασίας τού -κοπῶ προς την κατεύθυνση αυτή συνεχίστηκε κατά τους μεσαιωνικούς και νεώτερους χρόνους. Στη Νέα Ελληνική σχηματίστηκαν αναλογικώς νέα σύνθ. σε -κοπώ (-άς, -ά...), χωρίς να υπάρχει αντίστοιχο ουσιαστικό σε -κόπος (πρβλ. γυαλο-κοπώ, λαμπο-κοπώ).Ρήματα σε -κοπώ τής Νέας Ελληνικής είναι και τα εξής: ανθοκοπώ, ασημοκοπώ, ασπροκοπώ, αφροκοπώ, βαριοκοπώ, βλαστημοκοπώ, βλαστοκοπώ, βρομοκοπώ, βροντοκοπώ, βωλοκοπώ, γλεντοκοπώ, γλωσσοκοπώ, γρονθοκοπώ, γυαλοκοπώ, δενδροκοπώ, δερνοκοπώ, δημοκοπώ, ζεστοκοπώ, θαμποκοπώ, καταδημοκοπώ, λαμνοκοπώ, πετροκοπώ, πλευροκοπώ, πτερνοκοπώ, ραβδοκοπώ, σβωλοκοπώ, στηθοκοπώ, σφυροκοπώ, τριζοκοπώ, φαντασιοκοπώ, φλυαροκοπώ, φτερνοκοπώ, φτεροκοπώ, χαροκοπώ].
Dictionary of Greek. 2013.